-
1 ὀρός
ὀρός, ὁ, die Molken, der wässerige Theil der geronnenen Milch, serum; ναῖον δ' ὀρῷ ἄγγεα, Od. 9, 222; ὀρὸν πίνων, 17, 225; Eust. erkl. ἡ τοῦ γάλακτος ὑποστάϑμη od. ὑδατώδης τοῦ γάλακ τος ὑπόστασις, Arist. H. A. 3, 20; Theophr. u. A.; – auch der wässerige Theil des Blutes, φλέγματος, Plat. Tim. 83 d, vgl. ὀῤῥός; u. des Theeres, sonst ὀρόπισσα; u. übh. eine Feuchtigkeit, ὁ σπερματικὸς ὀῤῥός, Plut. placit. phil. 5, 23.
-
2 ὀρός
ὀρός, ὁ, die Molken, der wässerige Teil der geronnenen Milch, serum; auch der wässerige Teil des Blutes, φλέγματος; übh. eine Feuchtigkeit, ὁ σπερματικὸς ὀῤῥός
См. также в других словарях:
ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek